Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Καϋστρίων π

См. также в других словарях:

  • Καυστρίων — Καϋστρίων , Καύστριος of fem gen pl Καϋστρίων , Καύστριος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καΰστριος — Καΰστριος, ία, ον (Α) αυτός που ανήκει στον ποταμό τής δυτικής Μικρός Ασίας Κάυστρο ή αυτός που προέρχεται από τον Κάυστρο («ἐτρυχόμεσθα διὰ Καϋστρίων πεδίων», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»